- σηψαιμία
- (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση λοιμώδους φύσης, που αφορά ολόκληρο τον οργανισμό εξαιτίας γενικευμένης εισβολής μικρόβιων. Η σ. οφείλεται ή σε εξαιρετική λοιμογόνα δύναμη του υπεύθυνου μικρόβιου ή, συχνότερα, σε μείωση των αμυντικών δυνατοτήτων του οργανισμού· η παρουσία μικρόβιων στην κυκλοφορία του αίματος μπορεί να οφείλεται σε συνεχή ή κατά διαστήματα είσοδό τους σ’ αυτή από μια ή περισσότερες λοιμώδεις εστίες, και σπανιότατα σε πολλαπλασιασμό τους μέσα στο αίμα. Σταφυλόκοκκος, στρεπτόκοκκος, πνευμονιόκοκκος και μηνιγγιτιδόκοκκος, είναι τα μικρόβια που προκαλούν συχνότερα σ., αλλά και άλλα μικρόβια, όπως οι σαλμονέλες, διάφορα αναερόβια, ψευδομονάδες, πρωτείς κ.ά. σε εξασθενημένα άτομα, προκαλούν βαριές σηψαιμίες.
Η συμπτωματολογία είναι εντυπωσιακή: η γενική κατάσταση του άρρωστου είναι πολύ επηρεασμένη, ο πυρετός υψηλός, συνυπάρχουν διαταραχές του νευρικού συστήματος (υπνηλία, νάρκη, κώμα ή ψυχοκινητική διέγερση, παραλήρημα, συγχυτικές καταστάσεις), οργανικές και λειτουργικές αλλοιώσεις των παρεγχυματωδών οργάνων με σοβαρές επιπτώσεις επί του μεταβολισμού, της αναπνευστικής λειτουργίας, τις αιματικής κυκλοφορίας και της νεφρικής λειτουργίας. Είναι γνωστές σ. με οξύτατη πορεία που καταλήγουν ταχύτατα σε θάνατο, οξείες, υποξείες και χρόνιες μορφές· σ’ αυτές τις τελευταίες μπορεί να παρατηρηθεί δευτερογενής εγκατάσταση των μικρόβιων σε μια ή περισσότερες εστίες (σηπτικοπυαιμίες). Η αιτιολογική διάγνωση γίνεται με αιμοκαλλιέργεια και απομόνωση του υπεύθυνου μικρόβιου. Η θεραπευτική αντιμετώπιση αποσκοπεί στην εκρίζωση της πρωταρχικής εστίας, στις περιπτώσεις που υπάρχει, στη ρύθμιση των διαταραχών του μεταβολισμού και των βασικών λειτουργιών, καθώς και στην καταπολέμηση των μικρόβιων με χημειοθεραπευτικά και αντιβιοτικά· η τελευταία αυτή θα έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας αν εφαρμοστεί κατά τις ενδείξεις της δοκιμασίας ευαισθησίας, προς τα διάφορα αντιβιοτικά, του υπεύθυνου μικρόβιου.
* * *η, Νιατρ. σοβαρή λοίμωξη τού αίματος στην οποία υπάρχει συνδυασμός βακτηραιμίας, δηλαδή παρουσίας βακτηρίων, και τοξιναιμίας, δηλαδή παρουσίας τοξινών, στην κυκλοφορία, λοίμωξη η έναρξη τής οποίας σηματοδοτείται από υψηλό πυρετό, ρίγη, αδυναμία και υπερβολική εφίδρωση, που ακολουθούνται από πτώση τής αρτηριακής πίεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη + -αιμία (< αίμα), πρβλ. αν-αιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Σπ. Γούζαρη].
Dictionary of Greek. 2013.